- Εὐφορίωνα
- Εὐφορίωνmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παός — I Αρχαία πόλη της αρκαδικής Αζανίδας, ερείπια της οποίας σώζονται έως τις μέρες μας. Η πόλη, που λεγόταν και Παίος, άκμασε τον 7o και 6o αι. π.Χ. Ήταν πατρίδα του Ευφορίωνα. Στα χρόνια του Παυσανία η πόλη είχε υποδουλωθεί στους Κλειτορίους. II… … Dictionary of Greek
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek
Αρχίβουλος — (3ος αι. π.Χ.). Λυρικός ποιητής. Θηβαίος ή Θηραίος, δάσκαλος του Ευφορίωνα και εφευρέτης δικού του λυρικού μέτρου, του αρχιβουλείου … Dictionary of Greek
Κυναίγειρος — (; – 490 π.Χ.). Αθηναίος μαραθωνομάχος. Ήταν αδελφός του Αισχύλου και γιος του Ευφορίωνα. Όταν οι Πέρσες νικήθηκαν στη μάχη του Μαραθώνα, άρχισαν να υποχωρούν προς τα πλοία τους για να φύγουν. Σε παράδοση που σώζεται από τον Ηρόδοτο, ο Κ.… … Dictionary of Greek